«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη.
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του αφήνεις την πατρίδα μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου ζεστό αίμα στην κοιλιά σου δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο ανάμεσα στα δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού τρώγοντας εφημερίδες εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι. κανένας δε σέρνεται κάτω από φράχτες κανένας δε θέλει να τον δέρνουν να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία όπου το σώμα σου πονούσε ή τη φυλακή, επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που φλέγεται και ένας δεσμοφύλακας τη νύχτα είναι προτιμότερος από ένα φορτηγό γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου κανένας δε θα άντεχε κανένας δε θα μπορούσε να δεχτεί κανένα σώμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για τέτοια λόγια: γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι πρόσφυγες βρομομετανάστες ζητιάνοι ασύλου ρουφάτε τη χώρα μας αράπηδες με τα χέρια απλωμένα μυρίζετε περίεργα απολίτιστοι κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας πώς γίνεται και δε μας αγγίζουν τα λόγια τα άγρια βλέμματα ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά από το ξερίζωμα ενός χεριού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να (τις)καταπιείς από τα χαλάσματα από τους σκελετούς από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου. θέλω να γυρίσω στην πατρίδα, αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο να κολυμπήσεις ωκεανούς να πνιγείς να σωθείς να πεινάσεις να εκλιπαρήσεις να ξεχάσεις την υπερηφάνεια η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού θα είσαι πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ»
Home – Poem by Warsan Shire
no one leaves home unless home is the mouth of a shark you only run for the border when you see the whole city running as well
your neighbors running faster than you breath bloody in their throats the boy you went to school with who kissed you dizzy behind the old tin factory is holding a gun bigger than his body you only leave home when home won't let you stay.
no one leaves home unless home chases you fire under feet hot blood in your belly it's not something you ever thought of doing until the blade burnt threats into your neck and even then you carried the anthem under your breath only tearing up your passport in an airport toilets sobbing as each mouthful of paper made it clear that you wouldn't be going back.
you have to understand, that no one puts their children in a boat unless the water is safer than the land no one burns their palms under trains beneath carriages no one spends days and nights in the stomach of a truck feeding on newspaper unless the miles travelled means something more than journey. no one crawls under fences no one wants to be beaten pitied
no one chooses refugee camps or strip searches where your body is left aching or prison, because prison is safer than a city of fire and one prison guard in the night is better than a truckload of men who look like your father no one could take it no one could stomach it no one skin would be tough enough
the go home blacks refugees dirty immigrants asylum seekers sucking our country dry niggers with their hands out they smell strange savage messed up their country and now they want to mess ours up how do the words the dirty looks roll off your backs maybe because the blow is softer than a limb torn off
or the words are more tender than fourteen men between your legs or the insults are easier to swallow than rubble than bone than your child body in pieces. i want to go home, but home is the mouth of a shark home is the barrel of the gun and no one would leave home unless home chased you to the shore unless home told you to quicken your legs leave your clothes behind crawl through the desert wade through the oceans drown save be hunger beg forget pride your survival is more important
no one leaves home until home is a sweaty voice in your ear saying- leave, run away from me now i dont know what i've become but i know that anywhere is safer than here
Ποιήτρια εξ αίματος. Γράφει από ανάγκη εσωτερική. Διαβάζεται από λίγους. Ελπίζει να εκδώσει. Για την ώρα η Λίλιθ είναι το αποκούμπι της. Άλλωστε γι' αυτό τη δημιούργησε.
Προβολή όλων των δημοσιεύσεων από Constance